- μομφή
- μομφήblamefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μομφή — η (Α μομφή και μόμφις) 1. κατηγορία, ψόγος 2. επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μομφ τής ρίζας μεμφ τού μέμφομαι*] … Dictionary of Greek
μομφή — η η επίπληξη, η κατηγορία, ο ψόγος: Τους ζήτησε αποδεικτικά στοιχεία για κάθε μομφή που του απέδιδαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μομφαῖς — μομφή blame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφαῖσιν — μομφή blame fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφῆς — μομφή blame fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφῇσιν — μομφή blame fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφήν — μομφή blame fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
άμομφος — ἄμομφος, ον (Α) [μομφή] 1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος 2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek